-
1 обстоятельство
обстоятельство с η περίσταση, η περίπτωση· \обстоятельствоа изменились η κατάσταση άλλαξε· по семейным \обстоятельствоам για οικογενειακούς λόγους· смотря по \обстоятельствоам κατά και τις περιστάσεις· ни при каких \обстоятельствоах σε καμιά περίπτωση* * *сη περίσταση, η περίπτωσηобстоя́тельства измени́лись — η κατάσταση άλλαξε
по семе́йным обстоя́тельствам — για οικογενειακούς λόγους
смотря́ по обстоя́тельствам — κατά και τις περιστάσεις
ни при каки́х обстоя́тельствах — σε καμιά περίπτωση
-
2 обстоятельство
обстоятельств||ос ί. ἡ περίσταση [-ις], ἡ περίπτωση [-ις]:смягчающие вину \обстоятельствоа τά ἐλαφρυντικά· непредвиденное (неожиданное) \обстоятельство τό ἀπροσδόκητο περιστατικό·2. \обстоятельствоа мн. οἱ περιστάσεις, οἱ συνθήκες:по семейным \обстоятельствоам γιά οἰκογενειακούς λόγους· по независящим от меня \обстоятельствоам γιά λόγους ἀνεξάρτητους ἀπό τή θέληση μου· смотря по \обстоятельствоам ἐξαρτάται ἀπό τίς περιστάσεις· при данных \обстоятельствоах στίς δοσμένες συνθήκες (или περιστάσεις)· ни при каких \обстоятельствоах σέ καμμιά περίπτωση· стечение обстоятельств ἡ συγκυρία, ἡ συντυχία·3. грам. ὁ προσδιορισμός:\обстоятельство образа действия ὁ τροπικός προσδιορισμός. -
3 обстоятельство
-а ουδ.1. περίπτωση•отягчающие (вину) -а επιβαρυντικές περιπτώσεις (περιστατικά)•
смягчающие -а ελαφρυντικές περιπτώσεις (περιστα,τικά).
2. πλθ. -а συνθήκες, περιστάσεις•это зависит от -ств αυτό εξαρτάται από τις περιστάσεις•
при нынешних -ах στις τωρινές συνθήκες•
при данных -ах στις δοσμένες περιστάσεις•
по семейным ή по домашним -ам για οικογενειακούς λόγους•
по независящим -ам για λόγους ανώτερης βίας ή παρά τη θέληση μου•
ни при каких -ах σε καμιά περίπτωση, επ ουδενί λόγω.
|| σύμπτωση, συγκυρία, συντυχία•счастливое обстоятельство ευτυχής σύμπτωση.
3. (γραμμ.) προσδιορισμός•обстоятельство места τοπικός προσδιορισμός•
обстоятельство времени χρονικός προσδιορισμός•
обстоятельство образа действия τροπικός προσδιορισμός.
εκφρ.смотря (гляди) по -ам – κατά τις περιστάσεις•стечение -ств – συγκυρία, εξέλιξη (συρροή) περιστάσεων. -
4 обстоятельство
1. (условие, определяющее положение чего-л. или кого-л.) η συνθήκηни при каких - ах σε καμία περίπτωση, επ' ουδενί λόγω2. грам. о (επιρρηματικός) προσδιορισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обстоятельство
-
5 семейный
семейн||ыйприл1. οἰκογενειακός:\семейныйые обязанности οἱ οἰκογενειακές ὑποχρεώσεις· по \семейныйым обстоятельствам γιά οἰκογενειακούς λόγους·2. (имеющий семью) ὁ οἰκογενειάρχης, ἄνθρωπος μέ οἰκογένεια -
6 семейный
επ.οικογενειάρχης, άνθρωπος με οικογένεια•-ые люди άνθρωποι οικογενειάρχες.
|| οικογενειακός•-ые обязанности οι-γενειακές υποχρεώσεις•
-ое счастье οικογενειακή ευτυχία•
по -ым обстоятельствам για οικογενειακούς λόγους•
-ые дела οικογενει-κές υποθέσεις•
сцена из -ой жизни σκηνή από την οικογενειακή ζωή.
См. также в других словарях:
Ένγκελς, Φρίντριχ — (Friedrich Engels, Μπάρμεν, Ρηνανία 1820 – Λονδίνο 1895). Γερμανός οικονομολόγος και φιλόσοφος. Υπήρξε, μαζί με τον Καρλ Μαρξ, ο εισηγητής του επιστημονικού σοσιαλισμού και της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Γιος βιομηχάνου, εγκατέλειψε για… … Dictionary of Greek
Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… … Dictionary of Greek
κατακόμβες — Υπόγεια κοιμητήρια, χριστιανικά κατά κανόνα, τα οποία αποτελούνται από στοές, όπου θάβονταν οι νεκροί μέσα σε λαξευτούς τάφους. Η ονομασία τους προέρχεται από την έκφραση adcatacumbas, που δήλωνε την περιοχή του ναού του Αγίου Σεβαστιανού και του … Dictionary of Greek